- χαλκηδόνιον
- τὸ, Αβλ. χαλκηδόνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκηδόνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκηδονίοις — χαλκηδόνιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκηδονίου — χαλκηδόνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκηδονίων — χαλκηδόνιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκηδονίῳ — χαλκηδόνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκηδόνιος — Ορυκτό, κρυπτοκρυσταλλοφυής παραλλαγή του χαλαζία. Παρουσιάζει διάφορες έγχρωμες ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι: ερυθρός χ., καρνεόλιο, καστανόχρωμος χ., σάρδιο πράσινος, χρυσοπράσινο πράσινος ποικιλόστικτος,… … Dictionary of Greek
χαλκηδονίωι — χαλκηδονίῳ , χαλκηδόνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)